Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράκρουσις
παρακρουσιχοίνικος
παράκρουσμα
παρακρουστικός
παρακρούω
παρακρύπτω
παράκρυψις
παρακρώζω
παρακταῖος
παρακτάομαι
παρακτέον
παράκτης
παρακτικός
παράκτιος
παρακυέω
παράκυκλος
παρακυμάτιος
παρακυνάγχη
παρακυπτικός
παρακύπτω
παρακυρόω
View word page
παρακτέον
one must have recourse to
ShortDef
one must have recourse to
Debugging
Headword:
παρακτέον
Headword (normalized):
παρακτέον
Headword (normalized/stripped):
παρακτεον
IDX:
65752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65753
Key:
Data
{'content': 'one must have recourse to'}