Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακροκίζω
παρακροτέω
παράκρουσις
παρακρουσιχοίνικος
παράκρουσμα
παρακρουστικός
παρακρούω
παρακρύπτω
παράκρυψις
παρακρώζω
παρακταῖος
παρακτάομαι
παρακτέον
παράκτης
παρακτικός
παράκτιος
παρακυέω
παράκυκλος
παρακυμάτιος
παρακυνάγχη
παρακυπτικός
View word page
παρακταῖος
on the shore

ShortDef

on the shore

Debugging

Headword:
παρακταῖος
Headword (normalized):
παρακταῖος
Headword (normalized/stripped):
παρακταιος
IDX:
65750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65751
Key:

Data

{'content': 'on the shore'}