Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακριτής
παρακροάομαι
παρακρόασις
παρακροκίζω
παρακροτέω
παράκρουσις
παρακρουσιχοίνικος
παράκρουσμα
παρακρουστικός
παρακρούω
παρακρύπτω
παράκρυψις
παρακρώζω
παρακταῖος
παρακτάομαι
παρακτέον
παράκτης
παρακτικός
παράκτιος
παρακυέω
παράκυκλος
View word page
παρακρύπτω
hide one's sympathies, dissimulate
ShortDef
hide one's sympathies, dissimulate
Debugging
Headword:
παρακρύπτω
Headword (normalized):
παρακρύπτω
Headword (normalized/stripped):
παρακρυπτω
IDX:
65747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65748
Key:
Data
{'content': "hide one's sympathies, dissimulate"}