Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακρίνω
παρακριτής
παρακροάομαι
παρακρόασις
παρακροκίζω
παρακροτέω
παράκρουσις
παρακρουσιχοίνικος
παράκρουσμα
παρακρουστικός
παρακρούω
παρακρύπτω
παράκρυψις
παρακρώζω
παρακταῖος
παρακτάομαι
παρακτέον
παράκτης
παρακτικός
παράκτιος
παρακυέω
View word page
παρακρούω
to strike aside: to disappoint, mislead
ShortDef
to strike aside: to disappoint, mislead
Debugging
Headword:
παρακρούω
Headword (normalized):
παρακρούω
Headword (normalized/stripped):
παρακρουω
IDX:
65746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65747
Key:
Data
{'content': 'to strike aside: to disappoint, mislead'}