Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακρατέω
παρακρατητέον
παρακρέμαμαι
παρακρεμάννυμι
παράκρημνος
παρακρίνω
παρακριτής
παρακροάομαι
παρακρόασις
παρακροκίζω
παρακροτέω
παράκρουσις
παρακρουσιχοίνικος
παράκρουσμα
παρακρουστικός
παρακρούω
παρακρύπτω
παράκρυψις
παρακρώζω
παρακταῖος
παρακτάομαι
View word page
παρακροτέω
to pat (on the shoulder); to encourage

ShortDef

to pat (on the shoulder); to encourage

Debugging

Headword:
παρακροτέω
Headword (normalized):
παρακροτέω
Headword (normalized/stripped):
παρακροτεω
IDX:
65741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65742
Key:

Data

{'content': 'to pat (on the shoulder); to encourage'}