Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακουστέον
παρακουστέος
παρακουφίζω
παρακούω
παρακρατέω
παρακρατητέον
παρακρέμαμαι
παρακρεμάννυμι
παράκρημνος
παρακρίνω
παρακριτής
παρακροάομαι
παρακρόασις
παρακροκίζω
παρακροτέω
παράκρουσις
παρακρουσιχοίνικος
παράκρουσμα
παρακρουστικός
παρακρούω
παρακρύπτω
View word page
παρακριτής
one who judges falsely

ShortDef

one who judges falsely

Debugging

Headword:
παρακριτής
Headword (normalized):
παρακριτής
Headword (normalized/stripped):
παρακριτης
IDX:
65737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65738
Key:

Data

{'content': 'one who judges falsely'}