Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράκουσις
παράκουσμα
παρακουστέον
παρακουστέος
παρακουφίζω
παρακούω
παρακρατέω
παρακρατητέον
παρακρέμαμαι
παρακρεμάννυμι
παράκρημνος
παρακρίνω
παρακριτής
παρακροάομαι
παρακρόασις
παρακροκίζω
παρακροτέω
παράκρουσις
παρακρουσιχοίνικος
παράκρουσμα
παρακρουστικός
View word page
παράκρημνος
on the edge of a precipice

ShortDef

on the edge of a precipice

Debugging

Headword:
παράκρημνος
Headword (normalized):
παράκρημνος
Headword (normalized/stripped):
παρακρημνος
IDX:
65735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65736
Key:

Data

{'content': 'on the edge of a precipice'}