Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
παρακορέω
παράκοσμος
παρακοτέω
παράκουσις
παράκουσμα
παρακουστέον
παρακουστέος
παρακουφίζω
παρακούω
παρακρατέω
παρακρατητέον
παρακρέμαμαι
παρακρεμάννυμι
παράκρημνος
παρακρίνω
παρακριτής
παρακροάομαι
παρακρόασις
View word page
παρακουφίζω
relieve tension

ShortDef

relieve tension

Debugging

Headword:
παρακουφίζω
Headword (normalized):
παρακουφίζω
Headword (normalized/stripped):
παρακουφιζω
IDX:
65729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65730
Key:

Data

{'content': 'relieve tension'}