Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακονιάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
παρακορέω
παράκοσμος
παρακοτέω
παράκουσις
παράκουσμα
παρακουστέον
παρακουστέος
παρακουφίζω
παρακούω
παρακρατέω
παρακρατητέον
παρακρέμαμαι
παρακρεμάννυμι
παράκρημνος
παρακρίνω
View word page
παράκουσμα
a false story

ShortDef

a false story

Debugging

Headword:
παράκουσμα
Headword (normalized):
παράκουσμα
Headword (normalized/stripped):
παρακουσμα
IDX:
65726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65727
Key:

Data

{'content': 'a false story'}