Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
παρακορέω
παράκοσμος
παρακοτέω
παράκουσις
παράκουσμα
παρακουστέον
παρακουστέος
παρακουφίζω
παρακούω
παρακρατέω
παρακρατητέον
παρακρέμαμαι
παρακρεμάννυμι
View word page
παρακοτέω
to be angry besides

ShortDef

to be angry besides

Debugging

Headword:
παρακοτέω
Headword (normalized):
παρακοτέω
Headword (normalized/stripped):
παρακοτεω
IDX:
65724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65725
Key:

Data

{'content': 'to be angry besides'}