Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
παρακορέω
παράκοσμος
παρακοτέω
παράκουσις
παράκουσμα
παρακουστέον
παρακουστέος
παρακουφίζω
παρακούω
παρακρατέω
παρακρατητέον
παρακρέμαμαι
View word page
παράκοσμος
unseemly

ShortDef

unseemly

Debugging

Headword:
παράκοσμος
Headword (normalized):
παράκοσμος
Headword (normalized/stripped):
παρακοσμος
IDX:
65723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65724
Key:

Data

{'content': 'unseemly'}