Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
παρακορέω
παράκοσμος
παρακοτέω
παράκουσις
παράκουσμα
παρακουστέον
παρακουστέος
παρακουφίζω
παρακούω
παρακρατέω
παρακρατητέον
View word page
παρακορέω
sweep clean
ShortDef
sweep clean
Debugging
Headword:
παρακορέω
Headword (normalized):
παρακορέω
Headword (normalized/stripped):
παρακορεω
IDX:
65722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65723
Key:
Data
{'content': 'sweep clean'}