Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακομιστής
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
παρακορέω
παράκοσμος
παρακοτέω
παράκουσις
παράκουσμα
παρακουστέον
παρακουστέος
παρακουφίζω
παρακούω
παρακρατέω
View word page
παρακόπτω
to strike falsely, to cheat

ShortDef

to strike falsely, to cheat

Debugging

Headword:
παρακόπτω
Headword (normalized):
παρακόπτω
Headword (normalized/stripped):
παρακοπτω
IDX:
65721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65722
Key:

Data

{'content': 'to strike falsely, to cheat'}