Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακομίζω
παρακομιστής
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
παρακορέω
παράκοσμος
παρακοτέω
παράκουσις
παράκουσμα
παρακουστέον
παρακουστέος
παρακουφίζω
παρακούω
View word page
παρακοπτικός
frantic, raving

ShortDef

frantic, raving

Debugging

Headword:
παρακοπτικός
Headword (normalized):
παρακοπτικός
Headword (normalized/stripped):
παρακοπτικος
IDX:
65720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65721
Key:

Data

{'content': 'frantic, raving'}