Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακομιδή
παρακομίζω
παρακομιστής
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
παρακορέω
παράκοσμος
παρακοτέω
παράκουσις
παράκουσμα
παρακουστέον
παρακουστέος
παρακουφίζω
View word page
παράκοπος
frenzied, frantic

ShortDef

frenzied, frantic

Debugging

Headword:
παράκοπος
Headword (normalized):
παράκοπος
Headword (normalized/stripped):
παρακοπος
IDX:
65719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65720
Key:

Data

{'content': 'frenzied, frantic'}