Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακολυμβάω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακομιστής
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
παρακορέω
παράκοσμος
παρακοτέω
παράκουσις
παράκουσμα
παρακουστέον
παρακουστέος
View word page
παρακοπή
infatuation, insanity, frenzy

ShortDef

infatuation, insanity, frenzy

Debugging

Headword:
παρακοπή
Headword (normalized):
παρακοπή
Headword (normalized/stripped):
παρακοπη
IDX:
65718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65719
Key:

Data

{'content': 'infatuation, insanity, frenzy'}