Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακολουθητικός
παρακολυμβάω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακομιστής
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
παρακορέω
παράκοσμος
παρακοτέω
παράκουσις
παράκουσμα
παρακουστέον
View word page
παρακοντίζω
to throw the dart with others
ShortDef
to throw the dart with others
Debugging
Headword:
παρακοντίζω
Headword (normalized):
παρακοντίζω
Headword (normalized/stripped):
παρακοντιζω
IDX:
65717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65718
Key:
Data
{'content': 'to throw the dart with others'}