Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακολουθητέον
παρακολουθητικός
παρακολυμβάω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακομιστής
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
παρακορέω
παράκοσμος
παρακοτέω
παράκουσις
παράκουσμα
View word page
παρακονιάω
whitewash

ShortDef

whitewash

Debugging

Headword:
παρακονιάω
Headword (normalized):
παρακονιάω
Headword (normalized/stripped):
παρακονιαω
IDX:
65716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65717
Key:

Data

{'content': 'whitewash'}