Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακολούθημα
παρακολούθησις
παρακολουθητέον
παρακολουθητικός
παρακολυμβάω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακομιστής
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
παρακορέω
παράκοσμος
παρακοτέω
View word page
παρακονάω
to sharpen besides, sharpen also
ShortDef
to sharpen besides, sharpen also
Debugging
Headword:
παρακονάω
Headword (normalized):
παρακονάω
Headword (normalized/stripped):
παρακοναω
IDX:
65714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65715
Key:
Data
{'content': 'to sharpen besides, sharpen also'}