Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράκολλος
παρακολουθέω
παρακολούθημα
παρακολούθησις
παρακολουθητέον
παρακολουθητικός
παρακολυμβάω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακομιστής
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
παρακορέω
View word page
παράκομμα
money with a false stamp

ShortDef

money with a false stamp

Debugging

Headword:
παράκομμα
Headword (normalized):
παράκομμα
Headword (normalized/stripped):
παρακομμα
IDX:
65712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65713
Key:

Data

{'content': 'money with a false stamp'}