Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακολλητικός
παράκολλος
παρακολουθέω
παρακολούθημα
παρακολούθησις
παρακολουθητέον
παρακολουθητικός
παρακολυμβάω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακομιστής
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
παρακοπτικός
παρακόπτω
View word page
παρακομιστής
one who transports

ShortDef

one who transports

Debugging

Headword:
παρακομιστής
Headword (normalized):
παρακομιστής
Headword (normalized/stripped):
παρακομιστης
IDX:
65711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65712
Key:

Data

{'content': 'one who transports'}