Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακόλλημα
παρακόλλησις
παρακολλητικός
παράκολλος
παρακολουθέω
παρακολούθημα
παρακολούθησις
παρακολουθητέον
παρακολουθητικός
παρακολυμβάω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακομιστής
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
παρακοντίζω
παρακοπή
παράκοπος
View word page
παρακομιδή
a carrying across, transporting

ShortDef

a carrying across, transporting

Debugging

Headword:
παρακομιδή
Headword (normalized):
παρακομιδή
Headword (normalized/stripped):
παρακομιδη
IDX:
65709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65710
Key:

Data

{'content': 'a carrying across, transporting'}