Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παράκοιτις
παρακολλάω
παρακόλλημα
παρακόλλησις
παρακολλητικός
παράκολλος
παρακολουθέω
παρακολούθημα
παρακολούθησις
παρακολουθητέον
παρακολουθητικός
παρακολυμβάω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακομιστής
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
παρακοντίζω
View word page
παρακολουθητικός
of or for following or understanding
ShortDef
of or for following or understanding
Debugging
Headword:
παρακολουθητικός
Headword (normalized):
παρακολουθητικός
Headword (normalized/stripped):
παρακολουθητικος
IDX:
65707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65708
Key:
Data
{'content': 'of or for following or understanding'}