Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολλάω
παρακόλλημα
παρακόλλησις
παρακολλητικός
παράκολλος
παρακολουθέω
παρακολούθημα
παρακολούθησις
παρακολουθητέον
παρακολουθητικός
παρακολυμβάω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακομιστής
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
παρακονιάω
View word page
παρακολουθητέον
one must follow

ShortDef

one must follow

Debugging

Headword:
παρακολουθητέον
Headword (normalized):
παρακολουθητέον
Headword (normalized/stripped):
παρακολουθητεον
IDX:
65706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65707
Key:

Data

{'content': 'one must follow'}