Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολλάω
παρακόλλημα
παρακόλλησις
παρακολλητικός
παράκολλος
παρακολουθέω
παρακολούθημα
παρακολούθησις
παρακολουθητέον
παρακολουθητικός
παρακολυμβάω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακομιστής
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
παρακονίασις
View word page
παρακολούθησις
following closely, interrelation

ShortDef

following closely, interrelation

Debugging

Headword:
παρακολούθησις
Headword (normalized):
παρακολούθησις
Headword (normalized/stripped):
παρακολουθησις
IDX:
65705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65706
Key:

Data

{'content': 'following closely, interrelation'}