Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακοινάω
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολλάω
παρακόλλημα
παρακόλλησις
παρακολλητικός
παράκολλος
παρακολουθέω
παρακολούθημα
παρακολούθησις
παρακολουθητέον
παρακολουθητικός
παρακολυμβάω
παρακομιδή
παρακομίζω
παρακομιστής
παράκομμα
παράκομος
παρακονάω
View word page
παρακολούθημα
that which follows

ShortDef

that which follows

Debugging

Headword:
παρακολούθημα
Headword (normalized):
παρακολούθημα
Headword (normalized/stripped):
παρακολουθημα
IDX:
65704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65705
Key:

Data

{'content': 'that which follows'}