Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακοιμάομαι
παρακοίμησις
παρακοιμητής
παρακοιμίζω
παρακοινάομαι
παρακοινάω
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολλάω
παρακόλλημα
παρακόλλησις
παρακολλητικός
παράκολλος
παρακολουθέω
παρακολούθημα
παρακολούθησις
παρακολουθητέον
παρακολουθητικός
παρακολυμβάω
παρακομιδή
View word page
παρακόλλημα
that which is glued on

ShortDef

that which is glued on

Debugging

Headword:
παρακόλλημα
Headword (normalized):
παρακόλλημα
Headword (normalized/stripped):
παρακολλημα
IDX:
65699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65700
Key:

Data

{'content': 'that which is glued on'}