Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγονία
ἄγονος
ἄγοος
Ἀγορά
ἀγορά
ἀγοράζω
ἀγοραῖος
ἀγορανομέω
ἀγορανομία
ἀγορανομικός
ἀγορανόμιον
ἀγορανόμιος
ἀγορανόμος
ἀγοράομαι
ἀγορασἀγένειος
ἀγορασείω
ἀγορασία
ἀγόρασμα
ἀγορασμός
ἀγοραστής
ἀγοραστικός
View word page
ἀγορανόμιον
court or office of the ἀγορανόμος

ShortDef

court or office of the ἀγορανόμος

Debugging

Headword:
ἀγορανόμιον
Headword (normalized):
ἀγορανόμιον
Headword (normalized/stripped):
αγορανομιον
IDX:
656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-657
Key:

Data

{'content': 'court or office of the ἀγορανόμος'}