Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακοή
παρακοιμάομαι
παρακοίμησις
παρακοιμητής
παρακοιμίζω
παρακοινάομαι
παρακοινάω
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολλάω
παρακόλλημα
παρακόλλησις
παρακολλητικός
παράκολλος
παρακολουθέω
παρακολούθημα
παρακολούθησις
παρακολουθητέον
παρακολουθητικός
παρακολυμβάω
View word page
παρακολλάω
glue
ShortDef
glue
Debugging
Headword:
παρακολλάω
Headword (normalized):
παρακολλάω
Headword (normalized/stripped):
παρακολλαω
IDX:
65698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65699
Key:
Data
{'content': 'glue'}