Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακνημόομαι
παρακοή
παρακοιμάομαι
παρακοίμησις
παρακοιμητής
παρακοιμίζω
παρακοινάομαι
παρακοινάω
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολλάω
παρακόλλημα
παρακόλλησις
παρακολλητικός
παράκολλος
παρακολουθέω
παρακολούθημα
παρακολούθησις
παρακολουθητέον
παρακολουθητικός
View word page
παράκοιτις
a wife, spouse

ShortDef

a wife, spouse

Debugging

Headword:
παράκοιτις
Headword (normalized):
παράκοιτις
Headword (normalized/stripped):
παρακοιτις
IDX:
65697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65698
Key:

Data

{'content': 'a wife, spouse'}