Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακνήμιον
παρακνημόομαι
παρακοή
παρακοιμάομαι
παρακοίμησις
παρακοιμητής
παρακοιμίζω
παρακοινάομαι
παρακοινάω
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολλάω
παρακόλλημα
παρακόλλησις
παρακολλητικός
παράκολλος
παρακολουθέω
παρακολούθημα
παρακολούθησις
παρακολουθητέον
View word page
παρακοίτης
one who sleeps beside, a bedfellow, husband, spouse
ShortDef
one who sleeps beside, a bedfellow, husband, spouse
Debugging
Headword:
παρακοίτης
Headword (normalized):
παρακοίτης
Headword (normalized/stripped):
παρακοιτης
IDX:
65696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65697
Key:
Data
{'content': 'one who sleeps beside, a bedfellow, husband, spouse'}