Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακμαστικός
παρακμή
παρακνάομαι
παρακνήμιον
παρακνημόομαι
παρακοή
παρακοιμάομαι
παρακοίμησις
παρακοιμητής
παρακοιμίζω
παρακοινάομαι
παρακοινάω
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολλάω
παρακόλλημα
παρακόλλησις
παρακολλητικός
παράκολλος
παρακολουθέω
View word page
παρακοινάομαι
to communicate

ShortDef

to communicate

Debugging

Headword:
παρακοινάομαι
Headword (normalized):
παρακοινάομαι
Headword (normalized/stripped):
παρακοιναομαι
IDX:
65693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65694
Key:

Data

{'content': 'to communicate'}