Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακμάζω
παρακμαστικός
παρακμή
παρακνάομαι
παρακνήμιον
παρακνημόομαι
παρακοή
παρακοιμάομαι
παρακοίμησις
παρακοιμητής
παρακοιμίζω
παρακοινάομαι
παρακοινάω
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολλάω
παρακόλλημα
παρακόλλησις
παρακολλητικός
παράκολλος
View word page
παρακοιμίζω
make to lie with

ShortDef

make to lie with

Debugging

Headword:
παρακοιμίζω
Headword (normalized):
παρακοιμίζω
Headword (normalized/stripped):
παρακοιμιζω
IDX:
65692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65693
Key:

Data

{'content': 'make to lie with'}