Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακλύζω
παρακμάζω
παρακμαστικός
παρακμή
παρακνάομαι
παρακνήμιον
παρακνημόομαι
παρακοή
παρακοιμάομαι
παρακοίμησις
παρακοιμητής
παρακοιμίζω
παρακοινάομαι
παρακοινάω
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολλάω
παρακόλλημα
παρακόλλησις
παρακολλητικός
View word page
παρακοιμητής
guard

ShortDef

guard

Debugging

Headword:
παρακοιμητής
Headword (normalized):
παρακοιμητής
Headword (normalized/stripped):
παρακοιμητης
IDX:
65691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65692
Key:

Data

{'content': 'guard'}