Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακλίνω
παρακλίτης
παρακλύζω
παρακμάζω
παρακμαστικός
παρακμή
παρακνάομαι
παρακνήμιον
παρακνημόομαι
παρακοή
παρακοιμάομαι
παρακοίμησις
παρακοιμητής
παρακοιμίζω
παρακοινάομαι
παρακοινάω
παρακοιτέω
παρακοίτης
παράκοιτις
παρακολλάω
παρακόλλημα
View word page
παρακοιμάομαι
lie
ShortDef
lie
Debugging
Headword:
παρακοιμάομαι
Headword (normalized):
παρακοιμάομαι
Headword (normalized/stripped):
παρακοιμαομαι
IDX:
65689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65690
Key:
Data
{'content': 'lie'}