Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακλητεύω
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλήτωρ
παρακλιδόν
παρακλίνω
παρακλίτης
παρακλύζω
παρακμάζω
παρακμαστικός
παρακμή
παρακνάομαι
παρακνήμιον
παρακνημόομαι
παρακοή
παρακοιμάομαι
παρακοίμησις
παρακοιμητής
παρακοιμίζω
παρακοινάομαι
παρακοινάω
View word page
παρακμή
the point at which the prime is past, abatement
ShortDef
the point at which the prime is past, abatement
Debugging
Headword:
παρακμή
Headword (normalized):
παρακμή
Headword (normalized/stripped):
παρακμη
IDX:
65684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65685
Key:
Data
{'content': 'the point at which the prime is past, abatement'}