Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακλητέος
παρακλητεύω
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλήτωρ
παρακλιδόν
παρακλίνω
παρακλίτης
παρακλύζω
παρακμάζω
παρακμαστικός
παρακμή
παρακνάομαι
παρακνήμιον
παρακνημόομαι
παρακοή
παρακοιμάομαι
παρακοίμησις
παρακοιμητής
παρακοιμίζω
παρακοινάομαι
View word page
παρακμαστικός
past its prime

ShortDef

past its prime

Debugging

Headword:
παρακμαστικός
Headword (normalized):
παρακμαστικός
Headword (normalized/stripped):
παρακμαστικος
IDX:
65683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65684
Key:

Data

{'content': 'past its prime'}