Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παράκλησις
παρακλητέος
παρακλητεύω
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλήτωρ
παρακλιδόν
παρακλίνω
παρακλίτης
παρακλύζω
παρακμάζω
παρακμαστικός
παρακμή
παρακνάομαι
παρακνήμιον
παρακνημόομαι
παρακοή
παρακοιμάομαι
παρακοίμησις
παρακοιμητής
παρακοιμίζω
View word page
παρακμάζω
to be past the prime

ShortDef

to be past the prime

Debugging

Headword:
παρακμάζω
Headword (normalized):
παρακμάζω
Headword (normalized/stripped):
παρακμαζω
IDX:
65682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65683
Key:

Data

{'content': 'to be past the prime'}