Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητέος
παρακλητεύω
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλήτωρ
παρακλιδόν
παρακλίνω
παρακλίτης
παρακλύζω
παρακμάζω
παρακμαστικός
παρακμή
παρακνάομαι
παρακνήμιον
παρακνημόομαι
παρακοή
παρακοιμάομαι
παρακοίμησις
View word page
παρακλίτης
one who lies beside

ShortDef

one who lies beside

Debugging

Headword:
παρακλίτης
Headword (normalized):
παρακλίτης
Headword (normalized/stripped):
παρακλιτης
IDX:
65680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65681
Key:

Data

{'content': 'one who lies beside'}