Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακλείδιος
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητέος
παρακλητεύω
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλήτωρ
παρακλιδόν
παρακλίνω
παρακλίτης
παρακλύζω
παρακμάζω
παρακμαστικός
παρακμή
παρακνάομαι
παρακνήμιον
παρακνημόομαι
παρακοή
παρακοιμάομαι
View word page
παρακλίνω
to bend

ShortDef

to bend

Debugging

Headword:
παρακλίνω
Headword (normalized):
παρακλίνω
Headword (normalized/stripped):
παρακλινω
IDX:
65679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65680
Key:

Data

{'content': 'to bend'}