Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακλάομαι
παράκλασις
παρακλαυσίθυρον
παρακλείδιος
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητέος
παρακλητεύω
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλήτωρ
παρακλιδόν
παρακλίνω
παρακλίτης
παρακλύζω
παρακμάζω
παρακμαστικός
παρακμή
παρακνάομαι
παρακνήμιον
View word page
παράκλητος
called to one's aid

ShortDef

called to one's aid

Debugging

Headword:
παράκλητος
Headword (normalized):
παράκλητος
Headword (normalized/stripped):
παρακλητος
IDX:
65676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65677
Key:

Data

{'content': "called to one's aid"}