Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακίνησις
παρακινητικός
παρακίρναμαι
παρακίω
παρακλαίω
παρακλάομαι
παράκλασις
παρακλαυσίθυρον
παρακλείδιος
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητέος
παρακλητεύω
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλήτωρ
παρακλιδόν
παρακλίνω
παρακλίτης
παρακλύζω
View word page
παρακλέπτω
to steal from the side, filch underhand

ShortDef

to steal from the side, filch underhand

Debugging

Headword:
παρακλέπτω
Headword (normalized):
παρακλέπτω
Headword (normalized/stripped):
παρακλεπτω
IDX:
65671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65672
Key:

Data

{'content': 'to steal from the side, filch underhand'}