Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακινηματικός
παρακίνησις
παρακινητικός
παρακίρναμαι
παρακίω
παρακλαίω
παρακλάομαι
παράκλασις
παρακλαυσίθυρον
παρακλείδιος
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητέος
παρακλητεύω
παρακλητικός
παράκλητος
παρακλήτωρ
παρακλιδόν
παρακλίνω
παρακλίτης
View word page
παρακλείω
to shut out, exclude

ShortDef

to shut out, exclude

Debugging

Headword:
παρακλείω
Headword (normalized):
παρακλείω
Headword (normalized/stripped):
παρακλειω
IDX:
65670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65671
Key:

Data

{'content': 'to shut out, exclude'}