Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναστολή
ἀναστομόω
ἀναστόμωσις
ἀναστομωτέον
ἀναστομωτήριος
ἀναστοφάγος
ἀναστράπτω
ἀναστρατεύω
ἀναστρατοπεδεία
ἀναστρατοπεδεύω
ἀνάστρεμμα
ἀναστρεπτέον
ἀναστρέφω
ἀναστρολόγητος
ἄναστρος
ἀναστροφάδην
ἀναστροφή
ἀναστρόφιος
ἀναστρόφισμα
ἀναστρόφως
ἀναστρώννυμι
View word page
ἀνάστρεμμα
return

ShortDef

return

Debugging

Headword:
ἀνάστρεμμα
Headword (normalized):
ἀνάστρεμμα
Headword (normalized/stripped):
αναστρεμμα
IDX:
6566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6567
Key:

Data

{'content': 'return'}