Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακινδυνεύω
παρακίνδυνος
παρακινέω
παρακίνημα
παρακινηματικός
παρακίνησις
παρακινητικός
παρακίρναμαι
παρακίω
παρακλαίω
παρακλάομαι
παράκλασις
παρακλαυσίθυρον
παρακλείδιος
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
παρακλητέος
παρακλητεύω
παρακλητικός
παράκλητος
View word page
παρακλάομαι
to be broken off

ShortDef

to be broken off

Debugging

Headword:
παρακλάομαι
Headword (normalized):
παρακλάομαι
Headword (normalized/stripped):
παρακλαομαι
IDX:
65666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65667
Key:

Data

{'content': 'to be broken off'}