Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακίναιδος
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτέον
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακίνδυνος
παρακινέω
παρακίνημα
παρακινηματικός
παρακίνησις
παρακινητικός
παρακίρναμαι
παρακίω
παρακλαίω
παρακλάομαι
παράκλασις
παρακλαυσίθυρον
παρακλείδιος
παρακλείω
παρακλέπτω
παράκλησις
View word page
παρακινητικός
inclined to insanity

ShortDef

inclined to insanity

Debugging

Headword:
παρακινητικός
Headword (normalized):
παρακινητικός
Headword (normalized/stripped):
παρακινητικος
IDX:
65662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65663
Key:

Data

{'content': 'inclined to insanity'}