Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακερκίς
παρακίναιδος
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτέον
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακίνδυνος
παρακινέω
παρακίνημα
παρακινηματικός
παρακίνησις
παρακινητικός
παρακίρναμαι
παρακίω
παρακλαίω
παρακλάομαι
παράκλασις
παρακλαυσίθυρον
παρακλείδιος
παρακλείω
παρακλέπτω
View word page
παρακίνησις
disturbance

ShortDef

disturbance

Debugging

Headword:
παρακίνησις
Headword (normalized):
παρακίνησις
Headword (normalized/stripped):
παρακινησις
IDX:
65661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65662
Key:

Data

{'content': 'disturbance'}