Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακεντητικός
παρακένωσις
παρακερδαίνω
παρακερκίς
παρακίναιδος
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτέον
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακίνδυνος
παρακινέω
παρακίνημα
παρακινηματικός
παρακίνησις
παρακινητικός
παρακίρναμαι
παρακίω
παρακλαίω
παρακλάομαι
παράκλασις
παρακλαυσίθυρον
View word page
παρακινέω
to move aside, disturb

ShortDef

to move aside, disturb

Debugging

Headword:
παρακινέω
Headword (normalized):
παρακινέω
Headword (normalized/stripped):
παρακινεω
IDX:
65658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65659
Key:

Data

{'content': 'to move aside, disturb'}