Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
παρακένωσις
παρακερδαίνω
παρακερκίς
παρακίναιδος
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτέον
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακίνδυνος
παρακινέω
παρακίνημα
παρακινηματικός
παρακίνησις
παρακινητικός
παρακίρναμαι
παρακίω
παρακλαίω
παρακλάομαι
View word page
παρακινδυνεύω
to make a rash venture, to venture, run the risk
ShortDef
to make a rash venture, to venture, run the risk
Debugging
Headword:
παρακινδυνεύω
Headword (normalized):
παρακινδυνεύω
Headword (normalized/stripped):
παρακινδυνευω
IDX:
65656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65657
Key:
Data
{'content': 'to make a rash venture, to venture, run the risk'}