Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρακέντημα
παρακέντησις
παρακεντητήριον
παρακεντητής
παρακεντητικός
παρακένωσις
παρακερδαίνω
παρακερκίς
παρακίναιδος
παρακινδύνευσις
παρακινδυνευτέον
παρακινδυνευτικός
παρακινδυνεύω
παρακίνδυνος
παρακινέω
παρακίνημα
παρακινηματικός
παρακίνησις
παρακινητικός
παρακίρναμαι
παρακίω
View word page
παρακινδυνευτέον
one must make a venture

ShortDef

one must make a venture

Debugging

Headword:
παρακινδυνευτέον
Headword (normalized):
παρακινδυνευτέον
Headword (normalized/stripped):
παρακινδυνευτεον
IDX:
65654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-65655
Key:

Data

{'content': 'one must make a venture'}